- Ζηνώνειος
- Ζηνώνειοςof Zenomasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζηνώνειος — ζηνώνειος, ον (Α) [Ζήνων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα («ζηνώνειος αἵρεσις) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ζηνώνειος στωικός φιλόσοφος … Dictionary of Greek
Ζηνώνειον — Ζηνώνειος of Zeno masc/fem acc sg Ζηνώνειος of Zeno neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζηνωνείου — Ζηνώνειος of Zeno masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζηνωνείους — Ζηνώνειος of Zeno masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζηνώνειοι — Ζηνώνειος of Zeno masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηνωνικός — ζηνωνικός, ή, όν (Α) ο ζηνώνειος … Dictionary of Greek